- τείρω
- Ακατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ.β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ.γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< *τερ-jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ter- «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ. tero), η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη τερ και ως δισύλλαβη τερη- (πρβλ. τι-τρώσκω*). Στην ίδια ρίζα ανάγονται και οι τ. τέρην, τέρυς, τέρετρον, τετραίνω, τιτρώσκω, τρίβω, τρύω].
Dictionary of Greek. 2013.